- πισωγύρισμα
- το, Ν [πισωγυρίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πισωγυρίζω2. αναποδογύρισμα3. στον πληθ. τα πισωγυρίσματα(για κοινωνικά φαινόμενα) επιστροφή στο παρελθόν, σε προγενέστερες καταστάσεις, τάση προς τον συντηρητισμό.
Dictionary of Greek. 2013.